- ξεθηλυκωμένος
- η , ο1) расстёгнутый (об одежде); 2) расшнурованный (чаще об обуви)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκούμπωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεθηλυκωμένος … Dictionary of Greek
ξεθηλυκώνομαι — ξεθηλυκώνομαι, ξεθηλυκώθηκα, ξεθηλυκωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεθηλυκώνω — ξεθηλύκωσα, ξεθηλυκώθηκα, ξεθηλυκωμένος, αποσυνδέω το θηλύκι από το κουμπί, ξεκουμπώνω: Ξεθηλυκώθηκε το φόρεμά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεθηλύκωτος — η, ο ξεκούμπωτος, ξεθηλυκωμένος: Το παντελόνι σου είναι ξεθηλύκωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)